- συναιχμαλώτου
- συναιχμάλωτοςfellow-prisonermasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναποδιδράσκω — ΜΑ δραπετεύω μαζί με άλλον («τοῡ συναιχμαλώτου συναποδράσαντος», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποδιδράσκω «δραπετεύω»] … Dictionary of Greek